απαραμύθητος

απαραμύθητος
ἀπαραμύθητος, -ον (AM) [παραμυθούμαι]
ο απαρηγόρητος
αρχ.
1. ο αδυσώπητος
2. ο αδιόρθωτος
3. ο αστήριχτος, ο αθεμελίωτος
4. ο ανικανοποίητος, ο αχόρταγος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀπαραμύθητος — not to be persuaded masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απαραμύθητος — η, ο επίρρ. α απαρηγόρητος: Στις τραγικές εκείνες στιγμές χαμού τόσων δικών του ήταν μόνος και απαραμύθητος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπαραμυθήτως — ἀπαραμύθητος not to be persuaded adverbial ἀπαραμύθητος not to be persuaded masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαραμύθητον — ἀπαραμύθητος not to be persuaded masc/fem acc sg ἀπαραμύθητος not to be persuaded neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαραμυθήτοις — ἀπαραμύθητος not to be persuaded masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαραμυθήτου — ἀπαραμύθητος not to be persuaded masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαραμυθήτους — ἀπαραμύθητος not to be persuaded masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαραμυθήτων — ἀπαραμύθητος not to be persuaded masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαραμυθήτῳ — ἀπαραμύθητος not to be persuaded masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαραμύθητα — ἀπαραμύθητος not to be persuaded neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”